- πλοιαφέσια
- πλοιαφέσια, τά,A launching of the ship of Isis, a festival, Ath.Mitt. 37.180 (Byzantium, i B.C./i A.D.), Lyd.Mens.4.45.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλοιαφέσια — launching of the ship neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοιαφέσια — τὰ, Α εορτή τών ναυτιλλομένων, την οποία τελούσαν προς τιμήν τής Ίσιδος και κατά την οποία γινόταν εικονική ναυσιπλοΐα και μεταφορά πάνω σε ιδιαίτερο πλοίο και με συνοδεία πομπής τού αγάλματος τής θεάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῖον + ἄφεσις «απαλλαγή,… … Dictionary of Greek
ναυαρχώ — (Α ναυαρχῶ, έω) [ναύαρχος] 1. είμαι ναύαρχος, διοικώ στόλο («ἄλλῳ δὲ παρήσομεν οὐδενὶ ναυαρχέειν», Ηρόδ.) 2. είμαι αρχηγός στα πλοιαφέσια* … Dictionary of Greek
ναυβατώ — ναυβατῶ, έω (Α) [ναυβάτης] υπηρετώ ως ναυβάτης στα πλοιαφέσια* … Dictionary of Greek